- επιδεκατος
- ἐπιδέκατοςἐπι-δέκᾰτος3равный одной десятой
ἐπιδέκατοι τόκοι Arst. — десять процентов (мат. тж. равный единице и одной десятой)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιδέκατοι τόκοι Arst. — десять процентов (мат. тж. равный единице и одной десятой)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδέκατος — ἐπιδέκατος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει έναν ακέραιο αριθμό και ένα δέκατο 2. ο ένας από τους δέκα ή ένας στους δέκα 3. καταβολή δέκα τοις εκατό έναντι οφειλής ή ως παρακαταβολής 4. επί πλέον καταβολή ενός δεκάτου … Dictionary of Greek
ἐπιδέκατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκάτων — ἐπιδέκατος fem gen pl ἐπιδέκατος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέκατον — ἐπιδέκατος masc acc sg ἐπιδέκατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκάτου — ἐπιδέκατος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκάτους — ἐπιδέκατος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεκάτῳ — ἐπιδέκατος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέκατα — ἐπιδέκατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)